- ἄμωμα
- ἄμωμονNepaul cardamomneut nom/voc/acc plἄμωμοςblamelessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροποιός — ἱεροποιός, όν (Α) 1. αυτός που προσφέρει θυσία, αυτός που θυσιάζει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροποιός α) ο επιμελητής τών ιερών τελετών και ιδίως τών θυσιών β) στον πληθ. οἱ ἱεροποιοί (στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι… … Dictionary of Greek